-
1 κατα-φανής
κατα-φανής, ές, sichtbar, deutlich; οὔπω καταφανεῖς ἦσαν οἱ πολέμιοι Xen. An. 1, 8, 8; καταφανὲς ποιεῖσϑαι, = καταφαίνω, Plat. Gorg. 453 c u. Folgde; καταφανέστατον γέγονεν Plat. Theaet. 186 e; Antiph. 5, 19 u. A.; c. partic., ἔδοξάν μοι εἶναι καταφανεῖς οὐ δόσιν, ἀλλ' ἐμπορίαν ποιούμενοι Isocr. 2, 1; Pol. 7, 11, 8 u. sonst; aber auch ὁ βασιλεὺς καταφανής, ὅτι νομεύει, Plat. Polit. 265 d. – Adv., Ar. Equ. 943 u. Folgde.
-
2 καταφανης
21) (отчетливо) видимый, (ясно) заметный(οἱ πολέμιοι Xen.)
ἐν καταφανεῖ στρατοπεδεύεσθαι Xen. — располагаться лагерем на открытой местности2) ясный, явный, очевидный(καταφανὲς ποιεῖσθαί τι Plat.)
καὴ μάλιστά τε νῦν καταφανέστατον γέγονεν Plat. — теперь (это) стало совершенно очевидным